- κλιματιστικός
- -ή, -ό [κλιματίζω]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιματισμό*2. φρ. «κλιματιστικές εγκαταστάσεις» — τα μηχανήματα κλιματισμού ενός χώρου, που περιλαμβάνουν σύστημα με θερμαντικά ή ψυκτικά σώματα, τα οποία αναρροφούν τον εξωτερικό αέρα και τόν διαχέουν στον κλειστό χώρο.
Dictionary of Greek. 2013.